Ο λόγος ή η ομιλία σαν υποσύστημα της γλωσσικής ικανότητας ορίζεται σαν η ικανότητα του ανθρώπου για παραγωγή του φωνητικού, φωνολογικού, συλλαβικού και φωνοτακτικού υπόβαθρου της μητρικής γλώσσας (Fromkin, Hyams, & Rodman,2013). Η ανάπτυξη της γλώσσας είναι μια πολυδιάστατη, πολυδύναμη και πολύπλοκη διαδικασία που ξεκινά από την βρεφική ίσως και την εμβρυϊκή ηλικία (Vihman, 2013). Ερευνητικά δεδομένα καταδεικνύουν την αρχή της ετοιμότητας του βρέφους για «αποκωδικοποίηση» του φωνητικού κώδικα και την ετοιμότητα για φωνητική και φωνολογική κατάκτηση. Το βρέφος δηλαδή αρχίζει σταδιακά τη μετάβαση από τον ήχο στο νόημα. Μέσω του βαβίσματος και του φωνητικού παιχνιδιού καθώς και της ικανότητα φωνητικής διάκρισης το βρέφος ετοιμάζει τον οργανισμό του για την κατάκτηση της μητρικής γλώσσας. Η εκφραστική ικανότητα του παιδιού είναι ικανότητα απαραίτητη για τη συντέλεση και στήριξη της αναπτυξιακής διαδικασίας που παρατηρείται τα πρώτα χρόνια της ζωής και που επιτρέπει την κατάκτηση της ετοιμότητας και γνώσης ολοκληρωμένης λεκτικής ικανότητας και κριτικής σκέψης. Με βάση ένα μοντέλο συνδετισμού, η φωνητική και φωνολογική κατάκτηση θεωρείται η ικανότητα που τροφοδοτεί και ενεργοποιεί την κατάκτηση του λεξιλογίου, σημασιολογίας, μορφολογίας και σύνταξης (Stoel-Gammon, 2011). Εν τούτοις, για πολλά παιδιά η κατάκτηση της γλώσσας καθίσταται ιδιαιτέρα δύσκολη λόγω διαφόρων παθολογιών/παραγόντων όπως οργανικές διαταραχές που αποδίδονται σε φυσικές σωματικές καταστάσεις όπως η ακατάλληλη διέλευση αέρα μέσω της μύτης, όταν παράγονται ήχοι, όπως /b/, ή /s/, σε παιδία με υπερωΐοσχιστία ή υπερωοφαρυγγική ανεπάρκεια. Επίσης μπορεί να οφείλονται σε λειτουργικές διαταραχές που περιλαμβάνουν ένα πρότυπο ομιλητικών λαθών με απουσία οποιασδήποτε παρατηρούμενης φυσικής ανωμαλίας. (Anderson & Shames, (2013) σελ. 173) Το ποσοστό των παιδιών που εμφανίζουν γλωσσική καθυστέρηση μειώνεται σταδιακά. Έτσι λοιπόν η συχνότητα της γλωσσικής καθυστέρησης υπολογίζεται στο 1-3% σε παιδία ηλικίας 5 ετών (Τσιάντης & Αλεξανδρίδης, 2008). Τα περισσότερα στατιστικά στοιχεία που έχουμε μέχρι και σήμερα δείχνουν ότι τα αγόρια έχουν πιο ψηλό ποσοστό να εμφανίσουν καθυστέρησης λόγου συγκριτικά με τα κορίτσια με αναλογία αγοριών προς κοριτσιών από1,3:1 έως 5,9:1 (Λούκουτου & Τριχείλη 2013) Ο προφορικός λόγος αποτελείται από λέξεις. Η λέξη έχει τα δομικά της συστατικά και φωνήματα, όπου το κάθε ένα αντίστοιχα έχει την δική του θέση και σειρά στη λέξη Ωστόσο, ο προφορικός λόγος παράγεται ως ένα συνεχές, χωρίς δηλαδή, να είναι ευδιάκριτος ο διαχωρισμός του. Το παιδί πρέπει σταδιακά να αποκτήσει ενσυνείδητη γνώση ότι ο προφορικός λόγος, αποτελείται από μονάδες και συγκεκριμένα φωνολογικές μονάδες. Η κάθε μονάδα επίσης αποτελείται από φωνήματα όταν έχουμε να κάνουμε με γραπτό λόγο τα οποία και συμβολίζονται με γραφήματα.(Παντελιάδου, 2011). Η συνειδητοποίηση αυτή για το παιδί λέγεται φωνολογική επίγνωση (phonological awareness) (Content et al., 1986 στο Παλαιοθoδώρου, 2004: 35), δηλαδή, αποτελεί την ικανότητα του ατόμου να αποκτήσει ενσυνείδητη γνώση και ικανότητα πρόσβασης στη φωνητική δομή της γλώσσας Η σημαντικότητα και σημασία της έγκαιρης διάγνωσης και παρέμβασης θεωρείται ακρογωνιαίος λίθος στην θετική έκβαση της πορείας αποκατάστασης. Η κατάσταση πρέπει να αντιμετωπισθεί έγκαιρα με τα κατάλληλα προγράμματα πρώιμης παρέμβασης, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το πρόβλημα. Για την αξιολόγηση, διαφοροδιάγνωση και παρέμβαση στην αντιμετώπιση των προβλημάτων καθώς επίσης και για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του παιδιού, τις επιδόσεις ή της δυσκολίες που διαθέτει απαιτείται η χορήγηση σταθμισμένων ή/και ανεπίσημων δοκιμασιών (τεστ). Τα τεστ αυτά έχουν ως στόχο να μας οδηγήσουν σε ένα αξιόπιστο και έγκυρο αποτέλεσμα εφόσον γίνει η σωστή χρήση τους. Ακόμα από το τεστ μπορούμε να συλλέξουμε ορισμένες χρήσιμες πληροφορίες για τις ανάγκες και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το παιδί. Με αυτό τον τρόπο θα γίνει αντιληπτό το πρόβλημα του παιδιού και θα δοθούν τα κατάλληλα εφόδια, ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα.